- ἐπιλυμαινομένων
- ἐπιλῡμαινομένων , ἐπί-λυμαίνομαιcleanse from dirtpres part mp fem gen plἐπιλῡμαινομένων , ἐπί-λυμαίνομαιcleanse from dirtpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλυμαίνομαι — ἐπιλυμαίνομαι (Α) [λυμαίνομαι] καταστρέφω, βλάπτω κάποιον («Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek